- μαλακοπτυχής
- μᾰλᾰκο-πτῠχής, ές, dub. sens.,A
ἄρτοι Philox. 2.36
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄρτοι Philox. 2.36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαλακοπτυχής — μαλακοπτυχής, ές (Α) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που έχει μικρές πτυχές («περδίκων φασσῶν τε... παρεβάλλετο θερμά πολλά και μαλακοπτυχέων ἄρτων», Φιλόξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + πτυχής (< πτύσσω), πρβλ. ισο πτυχής, περι πτυχής] … Dictionary of Greek
μαλακοπτυχέων — μαλακοπτυχής masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek